- ἱεροστολιστής
- ἱερο-στολιστής, οῦ, ὁ,= sq., Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8, Sammelb.5553.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιεροστολιστής — ἱεροστολιστής, ὁ (Α) ιερόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στολιστής < στολίζω] … Dictionary of Greek
ἱεροστολισταῖς — ἱεροστολιστής masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροστολισταί — ἱεροστολιστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek